- ψυχικάς
- ψῡχικά̱ς , ψυχικόςof the soulfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
DAEMON — a Graeco Δαίμων, quasi Δαήμων, i. e. sciens. Ita, Plato in Cratylo. Lactant. l. 2. et Chalcidius in Timaeum Platonis, Daemones genii sunt, Μυςταγωγοὶ τȏυ βίου, ut Menander inquit. Domini Vitae; Lares Cicer. aliis etiam Manes ac Lemures. Genii… … Hofmann J. Lexicon universale
περιοδευτικός — ή, ό / περιοδευτικός, ή, όν, ΝΜΑ [περιοδεύω] 1. ο σχετικός με την περιοδεία ή με αυτόν που περιοδεύει αρχ. 1. ο ικανός να περιλάβει σύνολο γνώσεων και παρατηρήσεων («ψυχικὰς κινήσεις τῶν ἰδίως καλουμένων μαθημάτων περιοδευτικάς», Πτολεμ.) 2. (για … Dictionary of Greek